Ποιος Αθηναίος παλιός ή νέος δεν γνωρίζει ή δεν έχει ακουστά το κατάστημα ΣΓΟΥΡΔΑ, είτε γιατί ο ίδιος έχει ψωνίσει από αυτό, είτε η μάνα του είτε ακόμη κι αυτή η γιαγιά του.
Με το πέρασμα του χρόνου μπορεί πολλά να πέρασαν, να άλλαξαν ή να χάθηκαν στην Αθήνα, η φίρμα Σγούρδα παραμένει στις υπηρεσίες του Αθηναϊκού, και όχι μόνο κοινού της, αφού έχοντας δυναμική παρουσία διαδικτυακά, χωρίς σύνορα και περιορισμούς στέλνει τα εκλεκτά προιόντα σε όλη την Ελλάδα. Μια εποχή μάλιστα ακούστηκε για χάρη του, κάτι σαν πρόδρομος των σημερινών σλόγκαν: «Ό, τι ζητάς και δε βρίσκεις, τρέξε στο Σγούρδα να τ’ αποκτήσεις». Για εκείνους που ήθελαν να μάθουν και για εκείνους που ίσως είχαν ξεχάσει, θα διηγηθούμε μια μικρή ιστορία από παλιά.
Στην ειδυλλιακή Αθήνα του 1860 σ’αυτό το «μικρό, γαλάζιο κρίνο» του ποιητή, φθάνει ένα ανοιξιάτικο πρωινό, από το χωριό του, το Γεωργίτση της Λακωνίας, κάποιος νεαρός γεμάτος όνειρα, ελπίδες και προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή. Μόνα του εφόδια πίστη στον εαυτό του και απέραντη θέληση για δημιουργία και προκοπή. Είναι ο Γιώργιος Ν. Σγούρδας. Το χωριό δεν προσφέρει, τον καιρό εκείνο, καμία δυνατότητα εξέλισης κι έτσι ο νεαρός αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του στην Αθήνα που του φαντάζει σαν κάτι ονειρικό.
Με κάποιο συστατικό στην τσέπη, πιάνει δουλειά στο σιδηροπωλείο του Δ.Τσώνη, κάπου στην οδόν Αιόλου. Αρπάζει την ευκαιρία που του δίνεται, ρίχνεται με τα μούτρα στη δουλειά, αναπτύσσει δραστηριότητα μοναδική, επιστρατεύοντας όλες του τις δυνάμεις και το μυαλό.
Η δεκαετία του 1860-1870 είναι μια εποχή γεμάτη οικοδομικό οργανισμό. Τα γιαπιά κυριαρχούν. Παντού κτίζουν, οικοδομούν, ρυμοτομούν, σε μια προσπάθεια δημιουργίας μίας νέας Αθήνας, σύγχρονης και ωραίας, αντάξιας της ιστορίας της. Οι ανάγκες σε οικοδομικά υλικά πάσης φύσεως είναι τεράστιες και επιφέρουν πολλές ανάγκες στην αγορά αλλά και στην ζωή του νεαρού Σγούρδα. Νέοι ορίζοντες ανοίγουν μπροστά του. Ο ζήλος εργασίας, το ήθος και η ακεραιότητα του χαρακτήρος του δεν περνούν απαραίτητα, ούτε και ανεκμετάλλευτα από το «αφεντικό» του. Προσπαθεί να τον δεσμεύσει καλύτερα, τόσο για το παρόν όσο και για το μάλλον και τελικά αποφασίζει να του δώσει να του δώσει γυναίκα και την μονάκριβη και λατρευτή του κόρη, σαν εχέγγυο.
Ο συνδυασμός σκληρής δουλειάς πεθερού και γαμπρού, με την συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση της αγοράς όλο και σε καινούργια υλικά, φέρνει εξαιρετικά αποτελέσματα. Το παλιό κατάστημα δεν επαρκεί πλέον για να καλύψει τις απαιτήσεις της εποχής και έτσι δημιουργείτε νέο, κατά πολύ μεγαλύτερο, στην ίδια οδό, απέναντι στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης. Εδώ προστίθεται και άλλου είδους εμπόρευμα σιδηρικών, σε μεγάλη ποικιλία, που αναφέρεται γενικώς ως «Είδη Κιγκαλερίας», λέξη άγνωστη ως τότε στο πλατύ κοινό της αγοράς που την ερμηνεύει, χαριτολογώντας με τη φράση «Ο Σγούρδας έγινε Καγκελάριος».
Ο καιρός περνάει, τα χρόνια κυλούν, η δουλειά αναπτύσσεται, ακολουθεί τον δικό της δρόμο και όλο και σε πιο ανοιχτούς ορίζοντες. Το κατάστημα της οδού Αγ. Ειρήνης κρίνεται με την σειρά του ανεπαρκές και τώρα προστίθεται ένα νέο το 1880, ιδιόκτητο, στον ίδιο πάντα δρόμο, δηλ. στην οδό Αιόλου 61 που θα γίνει η έδρα της επιχειρήσεως. Αυτή φέρει τώρα τον τίτλο: «Γ. Ν. ΣΓΟΥΡΔΑΣ και ΥΙΟΙ». Σιγά, σιγά το σιδηροπωλείο μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και την κυρίαρχο θέση καταλαμβάνει το υαλοπωλείο που τα είδη του έχουν μεγάλη ζήτηση όπως: κρύσταλλα, πορσελάνες, σερβίτσια, λάμπες, είδη οικιακής χρήσεως, επάργυρα, μαχαιροπίρουνα και ό,τι άλλο μπορεί να χρειασθεί ένα μοντέρνο νοικοκυριό.
Ο Γεώργιος Σγούρδας εγκαινιάζει νέα συστήματα εργασίας και εμπορίας. Καθιερώνει τακτικά επαγγελματικά ταξίδια στην Ευρώπη και δημιουργεί προσωπικές σχέσεις με όλους τους μεγάλους Οίκους από τους οποίους προμηθεύεται τα είδη του.
Τώρα αρχίζουν να συμμετέχουν ενεργά στην επιχείρηση και τα παιδιά του. Ο πρωτότοκος Νικόλαος, με εμπορικές σπουδές στην Ελβετία επί 4 χρόνια και ο δευτερότοκος Δημήτριος, με ανάλογες σπουδές στο εξωτερικό αναλαμβάνουν τις επαφές με τους ξένους προμηθευτάς, ταξιδεύοντας πολύ συχνά. Είναι η αρχή της αναπτύξεως των Δημοσίων Σχέσεων. Ο τριτότοκος Κωνσταντίνος σπουδάζει Ροβέρτιο Σχολή Κωνσταντινουπόλεως και ο τέταρτος, ο Βρασίδας πάει ακόμη σχολείο.
Όμως, η ευφορία που είναι διάχυτη στην ατμόσφαιρα της Αθήνας δέχεται ένα γερό πλήγμα με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913. Οι δύο γιοι επιστρατεύονται αμέσως και το κενό στην επιχείρηση καλύπτει ο τρίτος γιος, ο Κωνσταντίνος. Ακολουθεί μια μικρή ανάπαυλα και σε λίγο ξεσπάει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Σ’αυτή την περίπτωση την επιχείρηση βοηθάει αποτελεσματικά ο Δημήτριος που εν τω μεταξύ έχει εγκατασταθεί στη Βαρκελώνη. Από εκεί, παρόλες τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες κατορθώνει να εφοδιάσει το κατάστημα με εμπόρευμα.
Ίσως όμως την μεγαλύτερη επιτυχία να είχε ο Κωνσταντίνος όταν, αμέσως μετά την λήξη του πολέμου, στα 1919 πηγαίνει στη Γερμανία και με ευνοΪκές συγκυρίες εξασφαλίζει την εκτέλεση τεραστίων, για την εποχή εκείνη, παραγγελιών, με αποτέλεσμα να γίνει ο Σγούρδας προμηθευτής όλων σχεδόν των τότε ομοειδών καταστημάτων της Αθήνας.
Αργότερα, η συνεχής ανοδική πορεία της επιχειρήσεως, με παράλληλη εξάπλωση των ενδιαφερόντων της και σε άλλους τομείς, έχει ως συνέπεια την μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρία, με γενικό διευθυντή τον Κωνσταντίνο και με συμμετοχή του υστερότοκου γιου, του Βρασίδα Σγούρδα.
Πάλι όμως αρχίζουν να αναφαίνονται στον ορίζοντα απειλητικά σύννεφα, που όλο πυκνώνουν και τελικά, την 1η Σεπτεμβρίου 1939 ξεσπάει ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος με ολέθριες επιπτώσεις και στη Χώρα μας. Τα θλιβερά γεγονότα είναι σε όλους μας γνωστά. Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου η εταιρία Σγούρδα προσφέρει στον ελληνικό στρατό χιλιάδες μέτρα μουσαμάδες – καραβόπανα που χρησιμοποιήθηκαν για σκηνές. Επίσης προσφέρει πολλά μαγειρικά σκεύη αλουμινίου, μαχαιροπίρουνα, καραβάνες, κατσαρόλες, κ.λ.π. στο στρατό.
Όλα όμως έχουν κάποτε ένα τέλος και ο ουρανός ξαναγίνεται γαλανός. Μετά την απελευθέρωση όλοι προσπαθούν να περιμαζέψουν ό, τι απέμεινε, να επουλώνουν τις πληγές τους και ν΄αρχίσουν μια καινούργια ζωή. Το ίδιο κάνει και η επιχείρηση Σγούρδα χωρίς όμως αυτή τη φορά τον ιδρυτή της Γεώργιο Ν. Σγούρδα που έφυγε το 1927.
Ξαναμπαίνει στον αγώνα με καινούργιο αίμα και μια νέα ορμή. Πρωτοπόρος πάντοτε, εφαρμόζει καινοτομίες, πλουτίζοντας το κατάστημα με διάφορα καινούργια είδη, που φαντάζουν στις προθήκες του καταστήματος.
Πνεύμα τολμηρό και ανήσυχο ο Κωνσταντίνος Σγούρδας, διαρκώς σε αναζήτηση του κάτι άλλου, δεν μπόρεσε να περιορίσει σε ένα μόνο τομέα και να μην δοκιμάσει τις ικανότητες και σε άλλα πεδία δράσεως όπως π.χ. μιας μεγάλης βιοτεχνίας κατασκευής χειροποίητων φωτιστικών από μασίφ μπρούτζο, που ακόμα και σήμερα κοσμούν τη Βουλή των Ελλήνων, το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεττάνιας» και πολλά παλιά αρχοντικά.
Θα ήταν άδικο να μην αναφέραμε μερικά χαρακτηριστικά από την επιχείρηση κατασκευής ξύλινων ψυγείων πάγου, μία από τις τελευταίες δημιουργίες του. Απέχουμε ακόμα πολύ από τα σημερινά μεγαθήρια, τα ηλεκτρικά ψυγεία και τους καταψύκτες. Αναφερόμαστε στους προγόνους τους, τα αιγινήτικα κανάτια με το δροσερό νερό, τα φανάρια με το μεταλλικό πλέγμα και τελικά τα ξύλινα ψυγεία πάγου. Η δεκαετία του΄20 είδε την ανάπτυξη τους. Στα αρχεία της οικογένειας Σγούρδα βρέθηκε και μια περιγραφή του νέου τύπου 1929 με την σημείωση αριθ. προνομίου 1925. Αναφέρουμε από αυτήν δύο χαρακτηριστικά αποσμάσματα: «…….Τα ψυγεία νέου τύπου 1929 διαφέρουν τελείως των μέχρι τούδε προσφερομένων εις την κατανάλωσιν. Είναι κατασκευασμένα από ξύλο κόντρα-πλακέ εστιλβωμένο εις χρώμα μαονιού ή καρυδιάς, εμφανίζουν έπιπλα εξαιρετικώς επιμελημένης κατασκευής, προσαρμοσμένα και εις την πληρεστέραν επίπλωσιν τραπεζαρίας. Κατανάλωσις πάγου μέχρι μία κολώνα το 24ωρο…ο νέος τύπος δεν είναι πρόχειρον κατασκεύασμα του πρώτου τυχόντος τεχνίτου, αλλά προιόν επιστημονικής μελέτης, συνεχούς προσπάθειας και πολυετούς πείρας».
Εν τω μεταξύ ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε την ωραία Αθηναία Μαρίκα Γ. Ιατρού, κόρη του υποδιοικητού της Εθνικής Τραπέζης, επί διοικήσεως Ιωάννου Δροσοπούλου και ο Βρασίδας τον ακολούθησε στον υμεναίον με την Υακίνθη Σκάσση-Φίξ, της επίσης γνωστής αθηναικής οικογενείας.
Το 1954 πεθαίνει ξαφνικά ο Κωνσταντίνος Σγούρδας και μετά δύο μήνες τον ακολουθεί και η γυναίκα του. Μένουν μόνες οι δύο κόρες του, η Ρενέ και η Αντιγόνη. Η φύση τις προίκισε με πολλά χαρίσματα και με τελείως διαφορετικά ταλέντα.
Η πρώτη, η Ρενέ είναι μια μοντέρνα νέα όλο ζωντάνια και δραστηριότητα, μ’ ένα μυαλό ξυράφι ανοικτό προς όλες τις κατευθύνσεις. Είναι για την γενιά της η κοπέλα του 2000. Σπούδασε στην Αγγλία (Cambridge -οικονομικές επιστήμες). Συγχρόνως είναι και μια φύση ευαίσθητη και καλλιτεχνική που λατρεύει την μουσική και κάθε τι το ωραίο.
Η δεύτερη, η Αντιγόνη, είναι τελείως διαφορετική. Η φύση της χάρισε μια ωραία φωνή που οι σπουδές διαμόρφωσαν σε μια εξαιρετική σοπράνο. Μένει στο εξωτερικό ως τακτικό μέλος της Όπερας της Ζυρίχης και έχει εμφανιστεί σε πολλές Λυρικές Σκηνές της Ευρώπης και πέραν από αυτήν. Στην Αθήνα εμφανίστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών το 1971.
Το 1968 η Ρενέ Σγούρδα εξαγοράζει από τον θείο της Βρασίδα το μερίδιό του στην εταιρεία και έτσι μένει απόλυτη κυρίαρχος του παιχνιδιού, ελεύθερη να εφαρμόσει τις φιλελεύθερες ιδέες της στο εμπόριο και τις επιχειρήσεις γενικά.
Μαζί με τον σύζυγό της, επιχειρηματία, Διονύση Καράμπελα – Σγούρδα, μέσα στον έντονο πια ανταγωνισμό της εποχής, εκπροσωπούν την τρίτη γενιά, άξιοι συνεχιστές του έργου των προκατόχων τους.
Η επιχείρηση είναι σήμερα η αρχαιότερη στο χώρο της και εξακολουθεί να κάνει αισθητή την παρουσία της στο εμπορικό γίγνεσθαι της Αθήνας. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς παραμένει αμετάβλητο και οι τύχες της επιχείρησης στα χέρια της ίδιας οικογένειας που την ξεκίνησε το 1870.
Το ιστορικό κατάστημα, αμετακίνητο στην ίδια θέση, συνεχίζει την λαμπρή του πορεία περνώντας πια στα χέρια της τέταρτης γενιάς. Η Μαριλιάνα Καράμπελα – Σγούρδα, με σπουδές στο χώρο της οικονομίας,συνεχίζει το έργο της επιχείρησης ΣΓΟΥΡΔΑ μπαίνοντας πιά στον τρίτο αιώνα της εμπορικής της ζωής.